- ταυτοκίνητος
- -ον, Αο κινούμενος κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον, αυτός που έχει την ίδια ακριβώς κίνηση με άλλον («πρώτας οὐσίας τῆς οἰκείας αὐτοκινήτου καὶ ταυτοκινήτου... τάξεως ἀρρεπῶς ἀντέχεσθαι», Διον. Αρεοπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)-/ ταυτ(ο)-* + κινητός (< κινῶ), πρβλ. ἑτερο-κίνητος].
Dictionary of Greek. 2013.