ταυτοκίνητος

ταυτοκίνητος
-ον, Α
ο κινούμενος κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον, αυτός που έχει την ίδια ακριβώς κίνηση με άλλον («πρώτας οὐσίας τῆς οἰκείας αὐτοκινήτου καὶ ταυτοκινήτου... τάξεως ἀρρεπῶς ἀντέχεσθαι», Διον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)-/ ταυτ(ο)-* + κινητός (< κινῶ), πρβλ. ἑτερο-κίνητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

  • ՆՈՅՆԱՇԱՐԺ — ( ) NBH 2 0440 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. ταυτοκίνητος eundem vel aequalem habens motum. Որոյ շարժումն է միշտ նոյն եւ միօրինակ. *Եւ իւր ինքնաշարժ եւ նոյնաշարժ անշեղաբար ըստ աստուածասիրապէս անյեղ կարգին հպատակք եղեալք. Դիոն. երկն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”